μαλλιοτραβιέμαι

μαλλιοτραβιέμαι
μαλλιοτραβιέμαι και μαλλιοτραβιούμαι μτφ., μαλώνω άσχημα, τσακώνομαι: Όποτε συναντηθούν μαλλιοτραβιούνται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλλιοτραβιέμαι — μαλλιοτραβιέμαι, μαλλιοτραβήχτηκα βλ. πίν. 67 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλλοκοπιέμαι — και ιούμαι μαλλιοτραβιέμαι, αλληλοτραβιέμαι μαλλιά με μαλλιά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κοπιέμαι (πρβλ. σταυρο κοπιέμαι)] …   Dictionary of Greek

  • σουρομαλλιάζω — Ν 1. αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά 2. μέσ. σουρομαλλιάζομαι μαλλιοτραβιέμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαλλιάζω (< σύρω + μαλλιάζω), πρβλ. ξε μαλλιάζω. Για την τροπή τού υ σε ου πρβλ. σύρω: σούρ(ν)ω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”